αιπος

αιπος
    I.
    αἰπός
    3
    1) высокий
    

(πόλις Hom.)

    2) свергающийся с высоты
    

(Στυγὸς ῥέεθρα Hom.)

    II.
    αἶπος
    -εος τό
    1) высота, крутизна, круча, гора
    

(Ἀθῷον αἶ. Aesch.; Παρνάσσιον αἶ Theocr.)

    2) трудность, трудная задача
    

πρὸς αἶ. ἔρχεσθαι Eur. — быть трудным;

    αἶ. ὁδοῦ Eur. — утомительность пути


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αιπος" в других словарях:

  • αίπος — αἶπος, το (Α) 1. ύψωμα, γκρεμός 2. δύσκολο, επίμοχθο έργο, «βουνό» (πρβλ. τη μεταφορ. φράση «πρὸς αἶπος ἔρχεται» Ευριπ. Άλκ. 500) 3. κούραση, κάματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἶπος μαρτυρείται στους τραγικούς και στον Ιπποκράτη, δηλ. πολύ αργότερα από το… …   Dictionary of Greek

  • αἶπος — neut nom/voc/acc sg αἰπος height neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιπός — αἰπός, ή, όν (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος, δυσπρόσιτος 2. (για ποτάμια) αυτός που πέφτει από ψηλά, ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. αἰπύς*] …   Dictionary of Greek

  • αἰπός — high masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπά — αἰπός high neut nom/voc/acc pl αἰπά̱ , αἰπός high fem nom/voc/acc dual αἰπά̱ , αἰπός high fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπόν — αἰπός high masc acc sg αἰπός high neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπῆς — αἰπός high fem gen sg (attic epic ionic) αἰπύς high and steep masc nom pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπή — αἰπός high fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπήν — αἰπός high fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴπει — αἴ̱πει , αἶπος neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἴ̱πεϊ , αἶπος neut dat sg (epic ionic) αἴ̱πει , αἶπος neut dat sg αἰπος height neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἴπεϊ , αἰπος height neut dat sg (epic ionic) αἰπος height neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κᾀπ' — αἰπά , αἰπός high neut nom/voc/acc pl αἰπά̱ , αἰπός high fem nom/voc/acc dual αἰπά̱ , αἰπός high fem nom/voc sg (doric aeolic) αἰπέ , αἰπός high masc voc sg αἰπαί , αἰπός high fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»